πυκνοῦν

πυκνοῦν
πυκνόω
make close
pres part act masc voc sg
πυκνόω
make close
pres part act neut nom/voc/acc sg
πυκνόω
make close
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… …   Dictionary of Greek

  • πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”